- μισθολογικός
- -ή, -ό [μισθολόγιο]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισθολόγιο2. φρ. α) «μισθολογικά συστήματα»(οικον.) τα συστήματα αμοιβής τών εργαζομένωνβ) «μισθολογική κατάσταση» — μισθολόγιο.επίρρ...μισθολογικώς και -ά- με μισθολογικό τρόπο, από την άποψη τού μισθού.
Dictionary of Greek. 2013.